- νέωτ'
- νέωτα , νέωταnext yearindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-άδης — (θηλ. άδα) κατάληξη πατρωνυμικών και μητρωνυμικών ονομάτων, που σημαίνουν γιο, κόρη ή, γενικά, απόγονο, όπως Ασκληπιός άδης, Τελαμών ιάδης κ.λπ. πρβλ. νεώτ. Γεώργιος άδης, Δημήτριος άδης … Dictionary of Greek
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
άτλαντας — ο (Α ἄτλας και Ἄτλας, αντος) 1. ο μυθικός γίγαντας που βαστούσε τους στύλους του ουρανού 2. ονομασία ανδρικών αγαλμάτων που στήριζαν τον θριγκό οικοδομήματος 3. ο αυχενικός σπόνδυλος στον οποίο στηρίζεται το κεφάλι νεοελλ. 1. συλλογή χαρτών 2.… … Dictionary of Greek
αιγινήτικος — η, ο (Α αἰγινητικός, ή, όν) [Αἰγινήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα ή προέρχεται από αυτήν «αἰγινητικά ἔργα» (Παυσανίας) αγάλματα τής Σχολής τής Αίγινας, νεώτ. «αιγινήτικα κανάτια», τα γνωστά πήλινα που κατασκευάζονταν ιδίως στην… … Dictionary of Greek
αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ … Dictionary of Greek
αλύσι — ἁλύσι, το (Α ιον) αλυσιδάκι, μικρή αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἁλύσιον, υποκορ, τού ουσ. ἅλυσις. Από το ἁλύσιον το νεώτ. αλύσι] … Dictionary of Greek
αμαλάκιστος — η, ο (Α ἀμαλάκιστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλακίζεται, δεν αυνανίζεται 2. αυτός που δεν έπαθε μαλάκυνση, γεροντική άνοια αρχ. 1. αμαλάκωτος, που δεν μπορεί να μαλακώσει, σκληρός 2. ψυχρός, σκληρός, άτεγκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀμαλάκιστος… … Dictionary of Greek
ανάπτω — (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω) για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω αρχ. 1. αναρτώ, κρεμώ 2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω 3. δένω, προσδένω, συνδέω 4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω 5. βάζω φωτιά, ανάβω,… … Dictionary of Greek
αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] … Dictionary of Greek